εγκαινίασμα
Смотреть что такое "εγκαινίασμα" в других словарях:
εγκαινίασμα — το, ατος 1. εγκαινίαση (βλ. λ.). 2. (λαογρ.), το όργωμα ολόγυρα από χωριό, για να εμποδιστεί η είσοδος σ αυτό επιδημίας, το γκαίνιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκαινίαση — η και εγκαινίασμα, το η τέλεση τών εγκαινίων, τα εγκαίνια … Dictionary of Greek