εγκαινίασμα

εγκαινίασμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εγκαινίασμα" в других словарях:

  • εγκαινίασμα — το, ατος 1. εγκαινίαση (βλ. λ.). 2. (λαογρ.), το όργωμα ολόγυρα από χωριό, για να εμποδιστεί η είσοδος σ αυτό επιδημίας, το γκαίνιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εγκαινίαση — η και εγκαινίασμα, το η τέλεση τών εγκαινίων, τα εγκαίνια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»